- πρίω
- Α1. κόβω με πριόνι, πριονίζω («κεραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν ἅπασαν», Θουκ.)2. δαγκώνω («ὀδόντι πρῑε τὸ στόμα», Σοφ.)3. κόβω συλλαβές4. παθ. πρίομαια) κόβω σε κομμάτιαβ) (ιδίως στη χειρουργική) τρυπώ με πριονοειδές τρυπάνιγ) δένω στερεά5. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) πεπρισμένοςοδοντωτός6. φρ. «πρίω ελέφαντα» τορνεύω, στιλβώνω ελεφαντόδοντο, γυαλίζω φίλντισιβ) «πρίω [τοὺς] ὀδόντας» — τρίζω τα δόντια μου από θυμό, οργή ή εξαιτίας νόσουγ) «πρίω [και πρίομαι] χόλον» — βράζω από θυμό ή οργίζομαι με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Το ρ. πρίω (πιθ. < *πρίσω ή πρίσ-jω) προέρχεται από θ. πρῑσ- (πρβλ. πρῖσ-μα, πρίσ-της κ.λπ.) με χαρακτήρα -σ-, τού οποίου, όμως, η αρχαιότητα δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί (βλ. και λ. χρίω [< θ. χρῑσ-]). Κατά μία άποψη, η οποία, όμως, δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα δεκτή λόγω τής παρουσίας τού δυσερμήνευτου -ῑ-, το ρ. πρίω προήλθε από θ. *prī- (πιθ. < prιә-), παρλλ. τού *per- τού ρ. πείρω* «διέρχομαι, διαπερνώ» (πρβλ. τρί-βω*: τείρω). Τέλος, τόσο η σύνδεση τού ρ. με το αλβαν. prish «διαφθείρω, χαλώ, σπάζω» όσο και η άποψη ότι πρόκειται για ηχομιμητική λ. δεν θεωρούνται πιθανές].
Dictionary of Greek. 2013.